7 Μαϊος 2020
Η βασικότερη διαφορά της ιδιωτικής εκπαίδευσης από τη δημόσια, δοθέντος ότι τα ιδιωτικά σχολεία έχουν την ίδια οργάνωση με τα αντίστοιχα δημόσια σχολεία και ακολουθούν το ισχύον εκάστοτε για αυτά ωρολόγιο και αναλυτικό πρόγραμμα διδασκαλίας, όπως προβλέπεται στο άρθρ. 4 παρ.1 Ν. 682/1977, είναι η υποχρέωση των αντισυμβαλλόμενων γονέων στην καταβολή των διδάκτρων, δηλ. της αμοιβής που καταβάλλεται στα κάθε κατηγορίας ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, ως αντάλλαγμα για τις παρεχόμενες από αυτά κάθε μορφής υπηρεσίες. Η εξειδίκευση των καλυπτόμενων από τα δίδακτρα υπηρεσιών καθώς και οι περιπτώσεις αναπροσαρμογής αυτών, αναλύεται στο άρθρο 11 Ν. 3279/2004.
Είναι προφανές ότι σε μία αμφοτεροβαρή σύμβαση, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, ο υπόχρεος έχει δικαίωμα να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής, για όσο χρόνο ο αντισυμβαλλόμενος δεν εκπληρώνει ή δεν προσφέρει την αντιπαροχή, μ’άλλα λόγια ισχύει η λεγόμενη ένσταση της μη εκπλήρωσης της σύμβασης κατά τη λειτουργία της οποίας ο υπόχρεος (σχολείο) δικαιούται να μην εκπληρώσει τη δική του παροχή (επανεγγραφή και φοίτηση) μέχρι την εκπλήρωση της αντιπαροχής (δίδακτρα) του αντισυμβαλλόμενου (γονέα). Στην ιδιωτική εκπαίδευση όμως δεν εφαρμόζονται παρά μόνο συμπληρωματικά οι διατάξεις αυτές. Συγκεκριμένα:
Α. Στο άρθρο 16 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι: "1. Η τέχνη και η επιστήμη, η έρευνα και η διδασκαλία είναι ελεύθερες η ανάπτυξη και η προαγωγή τους αποτελεί υποχρέωση του κράτους. Η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας δεν απαλλάσσουν από το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα. 2. Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες. 3. Τα έτη της υποχρεωτικής φοίτησης δεν μπορεί να είναι λιγότερα από εννέα... 8. Νόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων, που δεν ανήκουν στο κράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ`αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διατακτικού προσωπικού τους. Η σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται". Και στο άρθρο 4 παρ. 1 αυτού "Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου". Περαιτέρω, κατά το άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, που επικυρώθηκε, με το ν.δ. 53/1974 και απέκτησε την επαυξημένη ισχύ που προβλέπει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, "ουδείς δύναται να στερηθεί του δικαιώματος ως εκπαιδευθή. Παν κράτος εν τη ασκήσει των αναλαμβανομένων υπ` αυτού καθηκόντων επί του πεδίου της μορφώσεως και της εκπαιδεύσεως θα σέβεται το δικαίωμα των γονέων όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν τούτων συμφώνως προς τας ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις"
Με τις προαναφερόμενες διατάξεις των παρ. 1 και 8 του άρθρου 16 του Συντάγματος αναγνωρίζεται ατομικό δικαίωμα ιδρύσεως και λειτουργίας ιδιωτικών εκπαιδευτηρίων, διασφαλιζομένης έτσι της από το άρθρο 2 του Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. πολυ-φωνίας στην εκπαίδευση, για την πληρέστερη ανάπτυξη της παιδείας, που αποτελεί κατά την παρ. 2 του αυτού άρθρου του Συντάγματος βασική αποστολή του Κράτους. Κατά τη ρητή όμως συνταγματική επιταγή της ως άνω παρ. 8, ο νόμος που ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορηγήσεως της άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων, που δεν ανήκουν στο κράτος, καθορίζει τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται σε αυτά καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού τους προσωπικού. Συνεπώς, με τη συνταγματική αυτή πρόβλεψη δεν παρέχεται απλώς η δυνατότητα ασκήσεως ιδιωτικής επιχειρήσεως στα πλαίσια του άρθρου 5 του Συντάγματος, αλλά δημοσίου λειτουργήματος από ιδιωτικό φορέα υποκείμενο σε κρατικό έλεγχο και εποπτεία (2376/1988 ΟλΣτΕ Αρμ 1989,1034, ΔΔίκη 1989,314).
Β. Δυνάμει του ανωτέρω συνταγματικού πλαισίου, θεσπίστηκε ο Ν. 682/1977 «Περί Ιδιωτικών σχολείων Γενικής Εκπαιδεύσεως και Σχολικών Οικοτροφείων» στον οποίον ορίζονται ότι «Ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαιδεύσεως, κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου, είναι τα αντίστοιχα προς τα δημόσια σχολεία γενικής δημοτικής ή μέσης Εκπαιδεύσεως τα μη ανήκοντα εις το Κράτος, αλλά ιδρυόμενα και συντηρούμενα υπό φυσικών ή νομικών προσώπων, κατά τα ειδικώτερον εις τον παρόντα νόμον οριζόμενα» (άρθρ.1) και «Τα Ιδιωτικά σχολεία γενικής εκπαιδεύσεως υπάγονται εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ασκούντος την επ` αυτών εποπτείαν δια των περιφερειακών εποπτικών οργάνων…» (άρθρ.2).
Το άρθρο 16 Ν. 682/1977, το οποίο επιγράφεται « Εγγραφαί-Φοίτησις-Εξετάσεις», όπως ισχύει, έχει ως εξής: 1. Αι ισχύουσαι εκάστοτε διατάξεις περί ενάρξεως και λήξεως του σχολικού και διδακτικού έτους, εγγραφών, μετεγγραφών, απουσιών, διεξαγομένων δοκιμασιών, βαθμολογίας, πειθαρχικών ποινών των μαθητών των δημοσίων σχολείων ισχύουν και δια τους μαθητάς των αντιστοίχων ιδιωτικών σχολείων, πλην των εις τας επομένας παραγράφους αναφερομένων εξαιρέσεων….. 6. Η μη επανεγγραφή μαθητού ή η απομάκρυνσις μαθητού εκ του ιδιωτικού σχολείου κατά την διάρκειαν του σχολικού έτους επιτρέπεται: α) Δια πειθαρχικόν παράπτωμα του μαθητού, κατόπιν αποφάσεως του Συλλόγου των διδασκόντων, εγκρινομένης υπό του οικείου Επιθεωρητού. β) Δια παράβασιν του εσωτερικού κανονισμού του σχολείου διαπιστουμένην δια πράξεως του Συλλόγου των διδασκόντων, εγκρινομένης υπό του οικείου Επιθεωρητού.Μη επανεγγραφή ή απομάκρυνσις μαθητού λόγω μειωμένης επιδόσεως απαγορεύεται….»
Περαιτέρω, το άρθρο 18 Ν. 682/1977, το οποίο επιγράφεται «Οικονομικαί υποχρεώσεις μαθητών», έχει ως εξής: 1. Οι μαθηταί του ιδιωτικού σχολείου καταβάλλουν τα δια του κανονισμού του σχολείου καθοριζόμενα δίδακτρα και τα εκάστοτε νόμιμα Τέλη, προκειμένου δε περί οικοτροφείων και τα ανάλογα τροφεία. 2. Εν ουδεμία περιπτώσει επιτρέπεται η παρά του ιδιωτικού σχολείου κατακράτησις τίτλου σπουδών δι` οικονομικάς υποχρεώσεις μαθητών. 3. Εις περίπτωσιν αρνήσεως διευθυντού του ιδιωτικού σχολείου να χορηγήση τον τίτλον σπουδών, ο επιθεωρητής πέραν της ασκήσεως πειθαρχικής κατ` αυτού διώξεως, χορηγεί έγγραφον βεβαίωσιν περί της μαθητικής καταστάσεως του μαθητού, ήτις επέχει θέσιν τίτλου σπουδών, ο τύπος της οποίας καθορίζεται δι` υπουργικής αποφάσεως. 4. Αύξησις των διδάκτρων κατά την διάρκειαν του διδακτικού έτους δεν επιτρέπεται».
Τέλος, το άρθρο 11 Ν. 682/1977, προβλέπει τα εξής:
«1. `Εκαστον ιδιωτικόν σχολείον από της ενάρξεως του σχολικού έτους 1978-1979, οφείλει να έχη εγκεκριμένον "Εσωτερικόν Κανονισμόν Λειτουργίας", εις τον οποίον αναφέρονται τα της οργανώσεως και λειτουργίας αυτού, οι όροι υπό τους οποίους γίνονται δεκτοί οι μαθηταί, ως και αι οικονομικαί και άλλαι υποχρεώσεις των γονέων και κηδεμόνων. Ο Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας εγκρίνεται υπό του οικείου Επιθεωρητού. 2. Αντίτυπον του "Εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας" παραλαμβάνει ενυπογράφως ο κηδεμών του μαθητού κατά την εγγραφήν τούτου εις το σχολείον. Η παραλαβή αποτελεί δήλωσιν αποδοχής αυτού. 3. Δι` αποφάσεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων δύνανται να καθορίζωνται γενικαί αρχαί συντάξεως των εσωτερικών κανονισμών των ιδιωτικών σχολείων..».
Γ. Ενόψει των ανωτέρω αναφερόμενων νομικών διατάξεων η μη επανεγγραφή μαθητών, μέχρι το τέλος της αντίστοιχης βαθμίδας εκπαίδευσης (ν.1566/1985), για το λόγο τη μη τακτοποίησης των οικονομικών υποχρεώσεων προς το σχολείο είναι, κατ’αρχάς, ανεπίτρεπτη, κατά την άποψή μου. Και τούτο διότι:
Από τη γραμματική διατύπωση αλλά και από το πνεύμα της διάταξης του άρθρ. 16 παρ. 6 Ν. 682/1977, προκύπτει ότι δεν επιτρέπεται η μη επανεγγραφή ή η απομάκρυνση μαθητών κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους εξαιτίας της καθυστέρησης πληρωμής διδάκτρων, παρά μόνο ΚΑΙ ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ (όπως προκύπτει από την ειδική απαρίθμηση των περιπτώσεων) για πειθαρχικό παράπτωμα και παράβαση του εσωτερικού κανονισμού που πρέπει να διαπιστώνονται αντίστοιχα με απόφαση ή πράξη του συλλόγου των διδασκόντων, εγκρινόμενες από τον οικείο επιθεωρητή. Ο νομοθέτης έτσι θέλησε να αποτρέψει το ενδεχόμενο χρησιμοποίησης του δικαιώματος στη φοίτηση και στην παιδεία ως μέσο εξαναγκασμού για την εκπλήρωση των οικονομικών υποχρεώσεων των μαθητών, η εξόφληση των οποίων μπορεί να επιδιωχθεί από τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια στα πολιτικά δικαστήρια κατά των γονέων, που έχουν κατά κανόνα και την ευθύνη της μη πληρωμής των διδάκτρων των μαθητών-τέκνων τους. Επιχείρημα εξ αντιδιαστολής για την αποδοχή της θέσης αυτής θα μπορούσε να ληφθεί από τη ρύθμιση του άρθρ. 18 παρ.2 Ν. 682/1977, κατά το οποίο σε καμία περίπτωση επιτρέπεται η παρακράτηση από το ιδιωτικό σχολείο τίτλου σπουδών για οικονομικές υποχρεώσεις των μαθητών, δείγμα του ότι ο νομοθέτης αντιμετωπίζει την παροχή των υπηρεσιών της εκπαίδευσης ως υπέρτερο αγαθό σε σχέση με την οικονομική ελευθερία του ιδιοκτήτη του σχολείου. Θυμίζουμε ότι με βάση το άρθρ. 1 Ν. 1566/1985 «1. Σκοπός της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι να συμβάλει στην ολόπλευρη, αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη των διανοητικών και ψυχοσωματικών δυνάμεων των μαθητών, ώστε, ανεξάρτητα από φύλο και καταγωγή, να έχουν τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε ολοκληρωμένες προσωπικότητες και να ζήσουν δημιουργικά..» (βλ. και ΑΠ 1599/2000 Δ/νη 2001, 1348). Η δε άσκηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας εκ μέρους του ιδιοκτήτη του σχολείου, σε καμία περίπτωση δεν παραβλάπτεται από την παραδοχή αυτή, δοθέντος ότι έχει αυτονόητα το δικαίωμα της άσκησης όλων των νομίμων αξιώσεων κατά του αντισυμβαλλομένου-υπόχρεου γονέα του μαθητή για την ικανοποίηση των απαιτήσεών του, ανεξαρτήτως της φοίτησης ή μη του μαθητή. Αν δεχόταν κάποιος την αντίθετη άποψη, θα τοποθετούσε την συνταγματικά θωρακισμένη αρχή για παροχή παιδείας η οποία αποτελεί βασική αποστολή του κράτους (άρθρ. 16 παρ.2 Σ« H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες») στο ευτελές πεδίο μιας οικονομικής διαπραγμάτευσης και θα της απέδιδε το χαρακτήρα «διαπραγματευτικού όπλου» στα χέρια του ιδιοκτήτη του σχολείου, παρά το γεγονός ότι αυτός δεν στερείται επ’ουδενί των ενδίκων μέσων για την διασφάλιση των συμφερόντων του. Ο Άρειος Πάγος δε, στην ανωτέρω απόφασή του, έχει δεχθεί ότι συνιστά προσβολή της προσωπικότητας των μαθητών η απαγόρευση φοίτησης λόγω μη καταβολής διδάκτρων από τους γονείς, με αποτέλεσμα και τη γέννηση αξίωσης στους τελευταίους για άρση της προσβολής αλλά και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής τους βλάβης (είναι χαρακτηριστικές οι παραδοχές της συγκεκριμένης απόφασης αφού ο Άρειος Πάγος δέχτηκε ότι «… α) έλαβε χώρα σημαντική προσβολή της προσωπικότητας των ηλικίας 16 και 13 ετών αντίστοιχα εναγουσών, ως προς εκδηλώσεις της πνευματικής και ψυχικής ατομικότητάς τους, με τη διακοπή της φοίτησης και την αποπομπή τους από το ιδιωτικό εκπαιδευτήριο του εναγομένου κατά τη διάρκεια του σχολικού έτους, λόγω της καθυστέρησης πληρωμής από τους γονείς τους των διδάκτρων, β) η προσβολή αυτή ήταν παράνομη γιατί έγινε χωρίς να δικαίωμα του εναγομένου κατά παράβαση των διατάξεων της ελληνικής νομοθεσίας (άρθρο 16 παρ.6 Ν.682/1977), η οποία ήταν εφαρμοστέα ….και γ) συνέτρεχε και πταίσμα του εναγομένου και του προστηθέντος υπαλλήλου του, οι οποίοι και αν ακόμη δεν ενέργησαν από δόλια προαίρεση ή κακοβουλία (όπως δέχθηκε το Εφετείο) ασφαλώς ενσυνείδητα εμπόδισαν τις ενάγουσες να μπουν στις αίθουσες διδασκαλίας και στη συνέχεια τις απομάκρυναν από το εκπαιδευτήριο, διακόπτοντας τη φοίτησή τους και προσβάλλοντας κατά τα ανωτέρω την προσωπικότητά τους..).
Η άποψη αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί, κατά τη γνώμη μου, ούτε από το ότι στο άρθρ. 16 παρ. 6 Ν. 682/1977 γίνεται λόγος για επιτρεπόμενη μη επανεγγραφή λόγω παράβασης του εσωτερικού κανονισμού του σχολείου, στον οποίον γίνεται, ενδεχομένως, αναφορά για ενεργοποίηση του δικαιώματος μη επανεγγραφής ή διακοπής φοίτησης από το σχολείο, αφού:
i.- Κατ’αρχάς, για να τύχει εφαρμογής η ερμηνεία αυτή, προϋποθέτει την ύπαρξη Εσωτερικού Κανονισμού Λειτουργίας ο οποίος να έχει εγκριθεί νομίμως από τον οικείο Επιθεωρητή (νυν Δ/νση Εκπαίδευσης) και όχι οποιοδήποτε έντυπο του σχολείου στο οποίο να περιέχονται οι βασικές αρχές της λειτουργίας του (ακόμα και οι οικονομικές υποχρεώσεις των γονέων), ακόμα και αν το έντυπο αυτό περιλαμβάνεται στη σύμβαση εκπαιδευτικών υπηρεσιών που συνάπτει το σχολείο με τον υπόχρεο γονέα κατά την έναρξη της φοίτησης του μαθητή.
ii.- Στην περίπτωση που υπάρχει νόμιμα εγκεκριμένος Εσωτερικός Κανονισμός Λειτουργίας του σχολείου, στον οποίο τυχόν αναφέρεται το δικαίωμα του σχολείου να μην επανεγγράψει ή να διακόψει τη φοίτηση μαθητή λόγω ανεξόφλητων οικονομικών υποχρεώσεων, η αναφορά αυτή δεν έχει, κατά τη γνώμη μου ουδεμία έννομη συνέπεια διότι: όπως προκύπτει από το άρθρ. 16 παρ. 6 Ν. 682/1977, η μη επανεγγραφή επιτρέπεται: α) Δια πειθαρχικόν παράπτωμα του μαθητού, κατόπιν αποφάσεως του Συλλόγου των διδασκόντων, εγκρινομένης υπό του οικείου Επιθεωρητού. β) Δια παράβασιν του εσωτερικού κανονισμού του σχολείου διαπιστουμένην δια πράξεως του Συλλόγου των διδασκόντων, εγκρινομένης υπό του οικείου Επιθεωρητού. Και στις δύο δηλ. περιπτώσεις που αναφέρονται στο νόμο δηλ. του πειθαρχικού παραπτώματος του μαθητή και της παράβασης του εσωτερικού κανονισμού του σχολείου, προβλέπεται η έκδοση απόφασης του Συλλόγου των Διδασκόντων, η οποία μάλιστα (στην περίπτωση παράβασης του Κανονισμού), πρέπει να διαπιστώνει η ίδια την παράβαση αυτή. Είναι όμως στα πλαίσια της λειτουργίας του Συλλόγου των Διδασκόντων η διαπίστωση οικονομικών «αταξιών» εκ μέρους των κηδεμόνων του μαθητή, μ’άλλα λόγια έχει αρμοδιότητα ο Σύλλογος Διδασκόντων να ελέγχει το λογιστήριο της επιχείρησης (ιδιωτικού σχολείου) και με κριτήρια παντελώς μη εκπαιδευτικά να εκδώσει στην διαπιστωτική πράξη της παράβασης την οποία μάλιστα εγκρίνει κυριαρχικά η Δ/νση Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας; Η απάντηση είναι, προφανώς, όχι!
Τα άρθρα 38 και 39 της Υ.Α. Φ.353.1/324/105657/Δ1/8-10-2002 (ΦΕΚ 1340/Β/16-10-2002) «Καθορισμός των ειδικότερων καθηκόντων και αρμοδιοτή-των των προϊσταμένων των περιφερειακών υπηρεσιών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, των διευθυντών και υποδιευθυντών των σχολικών μονάδων και ΣΕΚ και των συλλόγων των διδασκόντων», ορίζουν ότι: «1. Ο Σύλλογος των Διδασκόντων κάθε σχολικής μονάδας έχει την ευθύνη να υλοποιεί τους σκοπούς και τους στόχους της εκπαίδευσης με συγκεκριμένες εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Στο έργο του σχολείου περιλαμβάνονται τρεις κυρίως εκπαιδευτικοί σκοποί. α) Η καλλιέργεια και ανάπτυξη των γνωστικών και των νοητικών ικανοτήτων των μαθητών. β) Η συναισθηματική καλλιέργεια για την αποδοχή αρχών που θα στηρίξουν τις αξίες τους και θα επηρεάσουν τη συμπεριφορά τους, ώστε να διαμορφώσουν θετική στάση για τη ζωή και την κοινωνία. γ) Η καλλιέργεια και διεύρυνση των ψυχοκινητικών ικανοτήτων του μαθητή για την απόκτηση δεξιοτήτων και την ομαλή ένταξή του στην κοινωνία. …» και «1. Ο Σύλλογος των Διδασκόντων σε τακτική συνεδρίαση πριν από την έναρξη των μαθημάτων προγραμματίζει τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες για όλο το σχολικό έτος. α) Στον τομέα της επιμόρφωσης λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες των μελών του και με βάση αυτές υποβάλλει πρόταση στο Σχολικό Σύμβουλο ή στο Διευθυντή Εκπαίδευσης ή στον Προϊστάμενο Γραφείου, κατά περίπτωση, προκειμένου να αντιμετωπισθούν με την ενδοσχολική επιμόρφωση. …. β) Σχετικά με την αναγκαιότητα των αντισταθμιστικών εκπαιδευτικών παρεμβάσεων λαμβάνει υπόψη τα δεδομένα της σχολικής επίδοσης των μαθητών κατά το προηγούμενο διδακτικό έτος και τα συμπεράσματα της αυτοαξιολόγησης του σχολείου για το διάστημα αυτό. ….. γ) Στον τομέα των μέσων, των πόρων και των προγραμμάτων εσωσχολικής ζωής λαμβάνονται υπόψη οι ανάγκες του σχολείου..» , ενώ, ειδικά για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ορίζεται ότι «Επιβάλλει στους μαθητές τις προβλεπόμενες από τις ισχύουσες διατάξεις ποινές. Στο τέλος του διδακτικού έτους αποφασίζει για το χαρακτηρισμό της διαγωγής, τεκμηριώνοντας τις αποφάσεις του..». Όπως δε έχει κρίνει και το ΝΣΚ (Γνωμ 309/2012), μιλώντας για την περίπτωση α’ του άρθρ. 16 παρ.6 Ν. 682/1977, «…η απόφαση του οποίου (σ.σ. Συλλόγου Διδασκόντων) υπόκειται στον έλεγχο του οικείου Προϊσταμένου Εκπαίδευσης. Ο τελευταίος κατά την άσκηση ουσιαστικού ελέγχου της απόφασης του συλλόγου διδασκόντων θα κρίνει προκειμένου να εγκρίνει ή όχι την απόφαση, αν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου….». Δηλαδή, η παράβαση του εσωτερικού κανονισμού λειτουργίας η οποία διαπιστώνεται με πράξη του Συλλόγου Διδασκόντων του Σχολείου, δεν μπορεί παρά να συνδέεται, αποκλειστικά και μόνο, με πειθαρχικά παραπτώματα τα οποία τυχόν εξειδικεύονται ή επεκτείνονται στον Εσωτερικό Κανονισμό Λειτουργίας, του μαθητή και όχι φυσικά σε άσχετα με την εκπαιδευτική διαδικασία θέματα, όπως είναι η τακτοποίηση οικονομικών υποχρεώσεων. Σκοπός του νόμου ως προς το σημείο αυτό δεν είναι η προστασία της οικονομικής ελευθερίας του ιδιοκτήτη του σχολείου αλλά το αν το παράπτωμα ή η παράβαση του Κανονισμού Λειτουργίας διαταράσσει την ομαλή λειτουργία του ιδιωτικού εκπαιδευτηρίου σε τέτοιο βαθμό, που να δικαιολογεί τη λήψη του εν λόγω μέτρου. Για το λόγο αυτό άλλωστε, η πειθαρχική ποινή της «αλλαγής σχολικού περιβάλλοντος» στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, όπως προβλέπεται από την ΥΑ 79942/ΓΔ4 «Εγγραφές, μετεγγραφές, φοίτηση, θέματα οργάνωσης της σχολικής ζωής στα σχολεία της Β/βάθμιας εκπαίδευσης (ΦΕΚ Β’ 2005/2019) έχει αυστηρότατες προϋποθέσεις προκειμένου να επιβληθεί («Την αλλαγή σχολικού περιβάλλοντος μπορεί να την επιβάλει μόνο ο Σύλλογος Διδασκόντων/ουσών με απόφαση στην οποία πρέπει να αιτιολογείται ειδικά ο λόγος για τον οποίο κρίνεται ότι δεν είναι δυνατή η επανόρθωση της παρέκκλισης εντός του ίδιου σχολικού περιβάλλοντος ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Κ.Ε.Σ.Υ. εφόσον ο/η μαθητής/τρια έχει αξιολογηθεί ή, σε διαφορετική περίπτωση, του υπεύθυνου παιδαγωγικής ευθύνης Συντονιστή Εκπαιδευτικού Έργου της σχολικής μονάδας» κλπ.), δείγμα του ότι ο νομοθέτης επιλέγει μόνο ως έσχατη λύση και για πολύ συγκεκριμένους, εκπαιδευτικούς, λόγους, τη διακοπή φοίτησης ή τη μη επανεγγραφή μέχρι το τέλος της βαθμίδας, του μαθητή.
Δ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Από όλα τα ανωτέρω συνάγεται κατά την άποψή μου ότι η μη επανεγγραφή ή η διακοπή φοίτησης μαθητή σε ιδιωτικό εκπαιδευτήριο μέχρι το τέλος της εκάστοτε εκπαιδευτικής βαθμίδας, για το λόγο ότι υπάρχουν ανεξόφλητες οικονομικές υποχρεώσεις από τον γονέα/κηδεμόνα, δεν είναι νόμιμη, σε περίπτωση δε που συμβεί, μπορεί να γεννήσει αξίωσης χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας του μαθητή, πάντοτε βέβαια υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας.