ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ

ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΚΟΡΟΝΟΪΟΣ / ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ-ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

            Η επιδημία από τον νέο κορονοϊό (Covid-19) βρίσκεται πλέον σε πλήρη εξέλιξη παγκοσμίως. Σύμφωνα με τα διαρκώς ανανεωμένα επιδημιολογικά δεδομένα της ιστοσελίδας του Πανεπιστημίου Johns Hopkins, το πρωί της 28ης Φεβρουαρίου είχαν επιβεβαιωθεί 83.386 κρούσματα και 2.858 θάνατοι σε 44 χώρες παγκοσμίως. Μετά την Κίνα, η Νότια Κορέα ακολουθεί με 2.022 κρούσματα και 13 θανάτους και ακολουθεί η Ιταλία με 655 κρούσματα και 17 θανάτους, το Ιράν με 270 επιβεβαιωμένα περιστατικά και 26 θανάτους και η Ιαπωνία με 214 κρούσματα και 4 θανάτους.

            Πώς όμως μπορεί η επιδημία αυτή να επηρεάσει τις εργασιακές σχέσεις; Ειδικότερα ποια είναι τα δικαιώματα του εργαζόμενου : α) όταν νοσήσει, β) αν βρίσκεται σε «περιορισμό» λόγω έκθεσής του σε περιβάλλον με νοσούντα άτομα και γ) αν ο εργοδότης, λόγω της πληθώρας των νοσούντων υπαλλήλων του, είτε για άλλους λόγους, αποφασίσει την προσωρινή διακοπή λειτουργίας της επιχείρησής του; Και, περαιτέρω, πώς θα επηρεάσει όλη αυτή η κατάσταση, την ομαλή καταβολή των αποδοχών του εργαζομένου;

            Κατ’αρχάς, η Ελληνική Κυβέρνηση, προς αντιμετώπιση του παγκόσμιου αυτού φαινομένου, εξέδωσε την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 25-2-2020 «Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού» (ΦΕΚ 42/Α/25-2-2020), στην οποία αναφέρεται το γενικότερο πλαίσιο των μέτρων που τίθενται ή θα τεθούν σε εφαρμογή για την αποφυγή της διάδοσης της νόσου. Σύμφωνα με το άρθρο 1 της ΠΝΠ, τα μέτρα αυτά συνίστανται «(α) Στην υποχρεωτική υποβολή σε κλινικό και εργαστηριακό ιατρικό έλεγχο, υγειονομική παρακολούθηση, εμβολιασμό, φαρμακευτική αγωγή και νοσηλεία προσώπων, για τα οποία υπάρχουν εύλογες υπόνοιες ότι μπορεί να μεταδώσουν άμεσα ή έμμεσα τη νόσο, (β) στην επιβολή κλινικών και εργαστηριακών ιατρικών ελέγχων, καθώς και μέτρων προληπτικής υγειονομικής παρακολούθησης, εμβολιασμού, φαρμακευτικής αγωγής και προληπτικής νοσηλείας προσώπων που προέρχονται από περιοχές όπου έχει παρατηρηθεί μεγάλη διάδοση της νόσου, (γ) στην επιβολή προληπτικών ελέγχων υγειονομικής φύσεως και κλινικών ή εργαστηριακών ελέγχων σε όλα ή επιμέρους σημεία εισόδου και εξόδου από τη χώρα μέσω αεροπορικών, θαλάσσιων, σιδηροδρομικών ή και οδικών συνδέσεων με χώρες μεγάλης διάδοσης της νόσου, (δ) στον προσωρινό περιορισμό, εν όλω ή εν μέρει, των αεροπορικών, θαλάσσιων, σιδηροδρομικών ή και οδικών συνδέσεων με χώρες μεγάλης διάδοσης της νόσου, (ε) στον προσωρινό περιορισμό προσώπων των περιπτώσεων (α) και (β) υπό συνθήκες που αποτρέπουν την επαφή με τρίτα πρόσωπα, από την οποία θα μπορούσε να προκληθεί μετάδοση της νόσου. Το μέτρο του προσωρινού περιορισμού δύναται να υλοποιείται σε κατάλληλο χώρο νοσοκομείου, υγειονομικής δομής, θεραπευτικού ιδρύματος, σε κατάλληλες δημόσιες ή ιδιωτικές εγκαταστάσεις προσωρινής διαμονής, ή και κατ' οίκον, ανάλογα με την απόφαση του αρμόδιου κάθε φορά οργάνου, (στ) στην προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας σχολικών μονάδων και πάσης φύσεως εκπαιδευτικών δομών, φορέων και ιδρυμάτων, δημοσίων και ιδιωτικών, κάθε τύπου και βαθμού, χώρων θρησκευτικής λατρείας, καθώς και στην προσωρινή απαγόρευση και αναστολή μετακινήσεων για οποιονδήποτε λόγο του εκπαιδευτικού και λοιπού προσωπικού και μαθητών, σπουδαστών, φοιτητών οποιωνδήποτε εκ των ανωτέρω σχολικών μονάδων, εκπαιδευτικών δομών, φορέων και ιδρυμάτων, (ζ) στην προσωρινή απαγόρευση της λειτουργίας θεάτρων, κινηματογράφων, χώρων αθλητικών και καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, αρχαιολογικών χώρων και μουσείων, καταστημάτων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ιδιωτικών επιχειρήσεων, δημόσιων υπηρεσιών και οργανισμών, καθώς και γενικά χώρων συνάθροισης κοινού, (η) στην προσωρινή επιβολή μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας μέσων μεταφοράς εντός της επικράτειας, (θ) στην προσωρινή επιβολή περιορισμού κατ' οίκον σε ομάδες προσώπων προς αποφυγή ενεργειών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν τη διάδοση της νόσου. Το μέτρο του προσωρινού περιορισμού ευρύτερων ομάδων προσώπων δύναται να προσδιορίζεται με αναφορά σε συγκεκριμένες γεωγραφικές περιοχές. Στα πρόσωπα της περίπτωσης αυτής δύνανται να επιβάλονται και τα υπό περιπτώσεις (α) και (β) μέτρα. Κατά την επιβολή των μέτρων επιλέγεται από τα αρμόδια όργανα το ηπιότερο δυνατό για την εκπλήρωση του σκοπού του, υπό το πρίσμα της συνταγματικής αρχής της αναλογικότητας». Σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 1 της ΠΝΠ, θα εκδοθούν, όπου χρειαστεί, οι αναγκαίες Υπουργικές Αποφάσεις για την εξειδίκευση των μέτρων αυτών, στις οποίες θα ορίζεται «….και κάθε συναφής και αναγκαία πρόβλεψη και ρύθμιση για το σύνολο των θεμάτων διαχείρισης υποχρεώσεων των φορέων ή και φυσικών προσώπων που τίθενται, αντιστοίχως, σε καθεστώς προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας ή προσωρινού περιορισμού, όπως ρυθμίσεις για την αναστολή προθεσμιών υπόχρεων, για τυχόν μερική ή πλήρη αναστολή εργασιακών υποχρεώσεων, αναστολή υποχρεώσεων έναντι τρίτων και κάθε συναφές ζήτημα. Με όμοιες αποφάσεις δύναται να αποφασίζεται παράταση της ισχύος των επιβαλλόμενων μέτρων…» . Οι εκδοθησόμενες Υ.Α. θα κάνουν πιο συγκεκριμένη την έννοια της «μερικής ή πλήρους αναστολής εργασιακών υποχρεώσεων», μ’άλλα λόγια αν στον όρο «αναστολή υποχρεώσεων» περιλαμβάνεται και η υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή μισθού κλπ.

Α. Σε περίπτωση που εργαζόμενος νοσήσει από τον Covid-19

            Στην απευκταία περίπτωση που ο εργαζόμενος φέρει τον κορονοϊό και τελικά νοσήσει, τότε ενεργοποιούνται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας για την ασθένεια του μισθωτού, η οποία θεωρείται ανυπαίτιο κώλυμα για την παροχή αυτής. Ως ανυπαίτιο κώλυμα (εμπόδιο) παροχής εργασίας θεωρείται κάθε περιστατικό για το οποίο ο εργαζόμενος εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του. Σπουδαίος λόγος αποχής από την εργασία μπορεί να είναι οποιοδήποτε πραγματικό περιστατικό που αναφέρεται είτε στο πρόσωπο του μισθωτού και γενικότερα στη δική του «σφαίρα» είτε σε πραγματικό γεγονός που δημιουργεί αντικειμενική αδυναμία παροχής εργασίας. Η άδεια ασθένειας αποτελεί σπουδαίο λόγο αποχής του μισθωτού από την εργασία του κατά την έννοια των άρθρων 657 και 658 του Αστικού Κώδικα. Έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι η ασθένεια του εργαζομένου θεωρείται σπουδαίος λόγος αποχής από την εργασία του

Ο μισθωτός, μόλις διαγνωστεί ότι είναι φορέας του κορονοϊού, ακόμα και αν δεν έχει ακόμα παρουσιάσει συμπτώματα της νόσου, οφείλει να απουσιάσει από την εργασία του και να ειδοποιήσει με οποιονδήποτε τρόπο τον εργοδότη περί ασθένειάς του, προσκομίζοντας, εντός εύλογου χρόνου, σχετική ιατρική βεβαίωση, αναφορικά με το είδος και τη διάρκεια της ασθένειάς του. Έκτοτε δικαιούται τόσο τις παροχές σε είδος (ιατρική περίθαλψη) όσο και τις παροχές σε χρήμα (μισθό και επίδομα ασθενείας).

            Παροχές σε είδος

            Σύμφωνα με το άρθρο 31 Ν. 4611/2019 («Χορήγηση - παράταση ασφαλιστικής ικανότητας 2019-2020») «1. Στον άμεσα ασφαλισμένο και τα μέλη της οικογένειάς του χορηγείται ασφαλιστική ικανότητα για παροχές υγειονομικής περίθαλψης σε είδος για την περίοδο από 1.3.2019 έως 29.2.2020 εφόσον: α) Ο μισθωτός έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον πενήντα (50) ημέρες ασφάλισης κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την ημερομηνία προσέλευσης ή επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. β) Ο μη μισθωτός έχει συμπληρώσει τουλάχιστον δύο (2) μήνες ασφάλισης κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος ή κατά το τελευταίο δωδεκάμηνο πριν από την ημερομηνία προσέλευσης ή επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και έχουν καταβληθεί οι απαιτούμενες ασφαλιστικές εισφορές, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4387/2016 . Κατά τα λοιπά, εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 4529/2018.». Σημειωτέον ότι, με βάση την Απόφαση Υπουργού Εργασίας Φ.40021/8133/372/24-2-2020, για την χορήγηση ή ανανέωση της ασφαλιστικής ικανότητας από τον Ε.Φ.Κ.Α. στους ασφαλισμένους και ανέργους, καθώς και στα μέλη οικογενείας τους για την περίοδο από 1/3/2020 έως 28/2/2021, έχει ήδη συνταχθεί και προωθείται διάταξη νόμου.

            Οι παροχές υγειονομικής περίθαλψης στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας , παρακλινικές εξετάσεις, φαρμακευτική περίθαλψη, νοσοκομειακή περίθαλψη, αποκλειστικές νοσοκόμες κλπ., σύμφωνα με τον Κανονισμό Παροχών Υγείας του Ε.Ο.Π.Υ.Υ. Σημειώνουμε ότι, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 1 της ως άνω ΠΝΠ «Οι δαπάνες λήψης των ίδιων μέτρων βαρύνουν τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό και αν δεν υπάρχει τέτοιος, εφαρμόζεται η νομοθεσία για την κάλυψη των ανασφάλιστων».

            Παροχές σε χρήμα

Οι άμεσα ασφαλισμένοι που εργάζονται, δικαιούνται επίδομα ασθενείας εφόσον βεβαιωθεί ανικανότητα για εργασία (πλέον των 3 ημερών) από τον θεράποντα γιατρό του Π.Ε.Δ.Υ. ή συμβεβλημένου με τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ.. Μετά τις 15 ημέρες απαιτείται και γνωμάτευση Α.Υ.Ε..

Εφόσον βεβαιωθεί ανικανότητα για εργασία πλέον των 3 ημερών, για τη χορήγηση του επιδόματος ασθενείας στον άμεσα ασφαλισμένο από τον Ε.Φ.Κ.Α., θα πρέπει η προσκομιζόμενη βεβαίωση να προέρχεται από γιατρό του οργανισμού κυρίας ασφάλισης, στον οποίο τυγχάνει ασφαλισμένος ο μισθωτός (Ε.Φ.Κ.Α.). Σε διαφορετική περίπτωση, προκειμένου για τη χορήγηση του επιδόματος ασθένειας (ανικανότητα για εργασία πλέον των 3 ημερών), εφόσον οι βεβαιώσεις ανικανότητας χορηγούνται από ιδιώτες γιατρούς και ιδιωτικές κλινικές, ανεξαρτήτως αριθμού, πλέον των 3 ημερών, θα παραπέμπονται στην Πρωτοβάθμια Υγειονομική Επιτροπή.

Η παράλειψη της αναγγελίας και η αποχή από την εργασία, είναι δυνατόν να θεωρηθεί από τις αρχές καλής πίστεως, ως πρόθεση καταγγελίας της συμβάσεως από μέρους του μισθωτού, εφόσον όμως προέρχεται από δόλο ή αμέλεια, και να αποτελέσει λύση της συμβάσεως από μέρους του μισθωτού και μάλιστα χωρίς αποζημίωση.

Καταβολή μισθού: Η υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή αποδοχών στον μισθωτό κατά τη διάρκεια της απουσίας του από την εργασία λόγω ασθένειας, αναλύεται στα άρθρα 657 και 658 του Αστικού Κώδικα. Πιο συγκεκριμένα:

Το άρθρο 657 του Αστικού Κώδικα ορίζει τα εξής:

«Ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωση του για τον μισθό, αν ύστερα από δεκαήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργαστεί από σπουδαίο λόγο που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του. Ο εργοδότης έχει δικαίωμα να αφαιρέσει από τον μισθό τα ποσά που εξαιτίας του εμποδίου καταβλήθηκαν στον εργαζόμενο από ασφάλιση υποχρεωτική κατά τον νόμο».

Το άρθρο 658 του ως άνω κώδικα διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρείται, σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο, η αξίωση για τον μισθό σε περίπτωση εμποδίου, δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, αν το εμπόδιο εμφανίστηκε ένα τουλάχιστον έτος (1) μετά την έναρξη της σύμβασης, και τον μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση. Η αξίωση για το διάστημα αυτό υπάρχει και αν ακόμη ο εργοδότης κατήγγειλε τη μίσθωση επειδή το εμπόδιο του παρείχε το δικαίωμα αυτό».

Έτσι, στην περίπτωση που ο εργαζόμενος, έχει εργαστεί επί 10 τουλάχιστον ημέρες (πραγματική εργασία) και δεν έχει συμπληρώσει έτος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται, λόγω ανυπαιτίου κωλύματος, δηλ. της απουσίας του λόγω της ασθενείας του, να λάβει τις καταβαλλόμενες αποδοχές του μισού μήνα.

Στην περίπτωση που ο εργαζόμενος έχει εργαστεί επί 10 τουλάχιστον ημέρες (πραγματική εργασία) και έχει συμπληρώσει έτος υπηρεσίας στον ίδιο εργοδότη, δικαιούται, λόγω ανυπαιτίου κωλύματος, δηλ. της απουσίας του λόγω της ασθενείας του να λάβει τις καταβαλλόμενες αποδοχές του ενός μήνα.

Η καταβολή των ανωτέρω αποδοχών θα γίνει σε συνδυασμό με το άρθρο 5 του Α.Ν. 178/1967 σύμφωνα με το οποίο ο εργοδότης για τις τρεις (3) πρώτες ημέρες του κωλύματος υποχρεούται στην καταβολή του μισού ημερομισθίου ή του αναλογούντος μισθού.

Επιδότηση Ασθένειας από τον Ε.Φ.Κ.Α.

Η καταβολή επιδόματος ασθένειας από τον ΕΦΚΑ αρχίζει από την τέταρτη (4η) ημέρα, από τη στιγμή που ο ασφαλισμένος ανήγγειλε την ανικανότητα προς εργασία στον ΕΦΚΑ. Εάν ένας μισθωτός ασθενήσει για πρώτη φορά μέσα σε ένα εργασιακό έτος πέραν των τριών ημερών, θα επιδοτηθεί από τον ΕΦΚΑ από την τέταρτη ημέρα. Ο εργοδότης θα καταβάλει, δηλαδή, το μισό ημερομίσθιο ή την αναλογία του μισθού για τις πρώτες τρεις (3) ημέρες, ενώ για τις υπόλοιπες ημέρες πλέον του τριημέρου, θα καταβάλει τη διαφορά μεταξύ ολόκληρων των ημερομισθίων (τα οποία θα ελάμβανε αν εργαζόταν) και της επιδότησης ασθένειας από τον ΕΦΚΑ. Το επίδομα ασθένειας θα καταβληθεί στον εργαζόμενο από την τέταρτη (4η) ημέρα. Εάν όμως η ασθένεια του μισθωτού, λόγω του κορονοϊού, είναι η δεύτερη εντός του έτους αυτού πέραν των τριών ημερών, θα λάβει το επίδομα ασθένειας από την πρώτη ημέρα.

 

Γ. Σε περίπτωση που ο εργαζόμενος τεθεί «υπό περιορισμό»

            Ιδιαίτερη πρακτική σημασία έχει η περίπτωση που, ναι μεν ο εργαζόμενος δεν έχει νοσήσει ο ίδιος, «αναγκαστεί» να παραμείνει κατ’οίκον για το διάστημα των 14 ημερών από την τελευταία έκθεσή του στον κίνδυνο, σύμφωνα και με τις οδηγίες που έχουν δημοσιευθεί. Στην περίπτωση αυτή δεν θεωρείται ασθενής, σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, αλλά από την άλλη εμποδίζεται να εργαστεί για λόγους που δεν αφορούν τον ίδιο αλλά ούτε και τον εργοδότη. Κατά την άποψή μου, στην περίπτωση αυτή πρέπει να ισχύουν τα εξής:

            Α. Η απουσία του μισθωτού από την εργασία του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αδικαιολόγητη (με κίνδυνο απώλειας της θέσης εργασίας) δεδομένου ότι εμφιλοχώρησε λόγω «ανυπαιτίου κωλύματος» προς τούτο, όπως είναι η οδηγία Δημόσιας Αρχής για κατ’οίκον «περιορισμό», προκειμένου να προστατευθεί η δημόσια υγεία, σύμφωνα με το άρθρ. 657 ΑΚ.

            Β. Η αδυναμία του μισθωτού να παρέχει τις υπηρεσίες του για τον ανωτέρω λόγο, αν προκύπτει κατ’επιταγή απόφασης Δημόσιας Αρχής (Ε.Ο.Δ.Υ.), τότε συνιστά γεγονός ανώτερης βίας το οποίο αναστέλλει την εργασιακή σχέση και, κατ’επέκταση, την υποχρέωση του εργοδότη για καταβολή του μισθού.

Γ. Ο εργοδότης έχει γενική υποχρέωση: 1. Να λαµβάνει κάθε µέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόµενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που µπορεί να απειλήσει την υγεία ή τη σωµατική τους ακεραιότητα. 2. Να εφαρµόζει κάθε υπόδειξη των τεχνικών και υγειονοµικών επιθεωρητών εργασίας και γενικά να διευκολύνει το έργο τους µέσα στην επιχείρηση. 3. Να επιβλέπει την ορθή εφαρµογή των µέτρων υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας. 4. Να λαµβάνει συλλογικά µέτρα προστασίας των εργαζοµένων. 5. Να γνωστοποιεί στους εργαζόµενους τον επαγγελµατικό κίνδυνο από την εργασία τους. 6. Να ενθαρρύνει την εκπαίδευση των εργαζοµένων σε θέµατα υγιεινής και ασφάλειας της εργασίας. 7. Να ενηµερώνει τους εργαζόµενους για τη νοµοθεσία που ισχύει σχετικά µε την υγιεινή και ασφάλεια της εργασίας και για τον τρόπο εφαρµογής της από την επιχείρηση. 8. Να καταρτίζει πρόγραµµα προληπτικής δράσης και βελτίωσης των συνθηκών εργασίας στην επιχείρηση. Στα ανωτέρω πλαίσια, οφείλει, σε περίπτωση που διαπιστωθεί με οποιονδήποτε τρόπο, έκθεση εργαζόμενου του σε παράγοντα κινδύνου (επίσκεψη σε χώρα κινδύνου, επαφή με νοσούντες κλπ.), να μην αποδέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού, προκειμένου να προστατεύσει τους λοιπούς εργαζομένους από τον κίνδυνο διάδοσης της ασθένειας. Στην περίπτωση αυτή, ο μισθωτός που για το μέγιστο χρονικό διάστημα των 14 ημερών δεν παρέχει τις υπηρεσίες του κατόπιν εντολής του εργοδότη, έχει αξίωση στο μισθό του (αλλά και στις ασφαλιστικές εισφορές), σύμφωνα με το άρθρο 656 Α.Κ.

Δ. Σε περίπτωση αναστολής λειτουργίας της επιχείρησης (θέατρα, κλειστοί χώροι κλπ.)

Στην περίπτωση που υπάρξει η προβλεπόμενη Υ.Α. περί προσωρινής απαγόρευσης λειτουργίας κάποιων επιχειρηματικών μονάδων, τότε αναστέλλεται πλήρως η εργασιακή σχέση, με βάση τον κανόνα του άρθρου 380 Α.Κ. («Αν η παροχή του ενός από τους συμβαλλομένους είναι αδύνατη από γεγονός για το οποίο αυτός δεν έχει ευθύνη, απαλλάσσεται και ο άλλος συμβαλλόμενος από την αντιπαροχή….») και έτσι ούτε ο εργαζόμενος υποχρεούται να παράσχει εργασία αλλά ούτε και ο εργοδότης να καταβάλλει το μισθό για το χρονικό διάστημα της απαγόρευσης. Αναστέλλονται επίσης και οι ασφαλιστικές υποχρεώσεις, εκτός αν υπάρξει αντίθετη ρύθμιση στην εκδοθησόμενη Υ.Α.

Ε. Δικαίωμα εργαζόμενου σε επίσχεση εργασίας

Το δικαίωμα της επίσχεσης της εργασίας του μισθωτού (άρθρ. 325 ΑΚ) ασκείται από τον ίδιο όχι μόνο όταν ο εργοδότης καθυστερεί την καταβολή των οφειλομένων αποδοχών του αλλά και όταν δεν εκπληρώνει τις νόμιμες ή συμβατικές του υποχρεώσεις στα μέτρα υγιεινής και ασφάλειας ή με τη συμπεριφορά του ο εργοδότης προσβάλει την προσωπικότητα του εργαζομένου. Ασκώντας το δικαίωμα της επίσχεσης εργασίας ο μισθωτός δικαιούται να δηλώσει στον εργοδότη ότι διακόπτει την απασχόλησή του μέχρι να συμμορφωθεί ο εργοδότης με τις νόμιμες υποχρεώσεις του (οι οποίες συνίστανται στη, με κάθε τρόπο, προστασία της υγείας των εργαζομένων του και τη λήψη κάθε αναγκαίου μέτρου προς την κατεύθυνση αυτή) και να απέχει από τα καθήκοντα της εργασίας του.

            ΣΤ. Άδεια για φροντίδα ασθενών μελών της οικογένειας           

Στην περίπτωση ασθένειας εξαρτώμενων παιδιών ή άλλων μελών της οικογένειας χορηγείται άδεια με τις ακόλουθες προϋποθέσεις: α) ο εργαζόμενος γονέας θα πρέπει να απασχολείται με σχέση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, ανεξάρτητα αν έχει συμπληρώσει υπηρεσία 1 έτους στον ίδιο εργοδότη και β) ύπαρξη ασθενείας εξαρτωμένων από αυτόν μελών της οικογενείας του. Εξαρτώμενα πρόσωπα (άρθρο 2, Ν. 1483/1984) είναι: παιδιά μέχρι 16 ετών - φυσικά ή υιοθετημένα- και άνω των 16 εφόσον πάσχουν από βαριά ασθένεια ή αναπηρία, σύζυγος που δεν μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί, γονείς ή ανύπαντρα αδέλφια που δεν μπορούν να αυτοεξυπηρετηθούν. Η άδεια αυτή είναι χωρίς αποδοχές, μπορεί να χορηγηθεί εφάπαξ ή και τμηματικά και η διάρκειά της δεν μπορεί να ξεπεράσει τις 6 εργάσιμες ημέρες κάθε ημερολογιακό έτος, εάν ο δικαιούχος προστατεύει ένα παιδί με δυνατότητα αύξησής της σε 8 εργάσιμες ημέρες  εάν ο δικαιούχος προστατεύει δύο παιδιά και σε 14 εργάσιμες ημέρες αν προστατεύει τρία (3) παιδιά και πάνω (Ε.Γ.Σ.Σ.Ε 2008-2009 άρθρο 5).

            Συμπέρασμα:

            Λόγω της πολύ υψηλής επιδημικής φύσης της συγκεκριμένης νόσου και της απουσίας του σχετικού νομοθετικού πλαισίου για την πλήρη αντιμετώπιση των παρενεργειών της στις εργασιακές σχέσεις, πρέπει οι υφιστάμενες νομικές ρυθμίσεις να επεκταθούν εις τρόπον ώστε να καλύπτουν όλες τις πιθανές περιπτώσεις, ιδίως ως προς την καταβολή παροχών σε είδος και σε χρήμα αλλά και την καταβολή του μισθού από τον εργοδότη. Η ανυπαίτια αδυναμία παροχής της εργασίας από το μισθωτό, πρέπει να αντιμετωπιστεί με όρους προστασίας του κοινωνικού κράτους από την Πολιτεία, πάντοτε υπό το γνώμονα της προστασίας του υπέρτατου αγαθού της δημόσιας υγείας.

                                                                                                Αθήνα, 3-3-2020

                                                                                         ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑΡΗΣ

                                                                     Νομικός Σύμβουλος Εργατικού Κέντρου Αθήνας