ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΔΙΑΚΟΠΗΣ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΠΑΘΕΙΣ ΟΜΑΔΕΣ

          Με βάση τις αρχικές οδηγίες του Υπουργείου Υγείας και Εργασίας, για την προστασία των ευπαθών ομάδων εργαζομένων από την πανδημία του κορονοϊού, ορίστηκαν τα εξής (Εγκύκλιος Υπουργείου Εργασίας Αριθμ. Πρωτ: οικ. 12339/404/12-3-2020 «Έκτακτα και προσωρινά μέτρα στην αγορά εργασίας για την αντιμετώπιση και τον περιορισμό της διάδοσης του κορωνοϊού COVID-19»):

            «Για τους εργοδότες των επιχειρήσεων του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ιδίως στο πλαίσιο της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 42 του Κώδικα Νόμων για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων (ΚΝΥΑΕ) που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 3850/2010 (84 Α'), όπως ισχύει, εφαρμόζονται τα ακόλουθα:
          I.Παραμονή εργαζομένων κατ’ οίκον μετά από οδηγίες του ΕΟΔΥ
Ο εργοδότης που απασχολεί εργαζόμενους, οι οποίοι εμπίπτουν στην περιπτωσιολογία συμπτωμάτων οι ίδιοι ή τα οικεία τους πρόσωπα και σύμφωνα με τις οδηγίες του ΕΟΔΥ πρέπει να παραμείνουν κατ' οίκον, υποχρεούται να αποδεχθεί την αποχή τους από τα εργασιακά τους καθήκοντα άμεσα από τη στιγμή που θα έρθει σε γνώση του το γεγονός, στο πλαίσιο τόσο των επιβαλλόμενων μέτρων προστασίας αφενός του ίδιου του εργαζομένου και αφετέρου των λοιπών εργαζομένων, του εργοδότη και ασφαλώς των τρίτων στο χώρο εργασίας, για την αντιμετώπιση μετάδοσης του κορωνοίου, όσο και της υποχρέωσής του για την προστασία του εργαζομένου και των τρίτων για ζητήματα υγείας, σύμφωνα με την ήδη ισχύουσα νομοθεσία. .
Για την εφαρμογή των παρόντων ερμηνευτικών κανόνων και για τη μεγαλύτερη προστασία απέναντι στην πανδημία του κορωνοϊου, συστήνεται η απομάκρυνση των εγκύων εργαζομένων γυναικών, λόγω του ενδεχόμενου κινδύνου για τις ίδιες και για το κυοφορούμενο έμβρυο.
Σε κάθε περίπτωση ισχύουν τα μέτρα που προβλέπονται στις παρ. 2 και 3 του άρθρου 4 της ΠΝΠ 11/3/2020, ως ανωτέρω αυτά αναλύθηκαν, και μπορούν να εφαρμοστούν ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες.

Κατά το διάστημα παραμονής του εργαζόμενου στην οικία του, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει το σύνολο των αποδοχών του εργαζομένου, εκτός κι αν η επιχείρηση έχει αναστείλει την δραστηριότητά της στο σύνολο ή μέρος αυτής λόγω εντολής δημόσιας αρχής για την αντιμετώπιση της μετάδοσης του κορωνοϊού.
          IΙ. Απομάκρυνση από την εργασία εργαζομένων που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες

Για τους εργαζόμενους που ανήκουν σε ευπαθείς ομάδες, όπως αυτές εξειδικεύονται κάθε φορά από τις οδηγίες του ΕΟΔΥ, των οποίων η κατάσταση υγείας ενδέχεται να τεθεί σε κίνδυνο λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού, εφαρμόζονται αναλογικά τα προβλεπόμενα για τους εργαζόμενους σε κατ' οίκον παραμονή για προληπτικούς λόγους όπως αναφέρθηκαν στην παράγραφο I του παρόντος Κεφαλαίου.»

           

           Σε εκτέλεση των ανωτέρω οδηγιών του Υπουργείου Εργασίας αλλά και της γενικότερης υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη που προέρχεται από το Ν. 3850/2010 «Κύρωση του Κώδικα νόμων για την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων» (ΦΕΚ A' 84/2.6.2010) και ιδίως των υποχρεώσεων που περιγράφονται στα άρθρα 42 και 45 του νόμου αυτού ( «…1. Ο εργοδότης υποχρεούται να εξασφαλίζει την υγεία και την ασφάλεια των εργαζομένων ως προς όλες τις πτυχές της εργασίας και να λαμβάνει μέτρα που να εξασφαλίζουν την υγεία και ασφάλεια των τρίτων…» 42 παρ.1 και «…γ) Να λαμβάνει μέτρα και να δίνει οδηγίες στους εργαζομένους, ώστε να μπορούν σε περίπτωση σοβαρού, άμεσου και αναπόφευκτου κινδύνου να διακόπτουν την εργασία ή/και να εγκαταλείπουν αμέσως το χώρο εργασίας και να μεταβαίνουν σε ασφαλή χώρο, δ) Να μη ζητά από τους εργαζομένους, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις δικαιολογούμενες από τις περιστάσεις, να αναλάβουν πάλι την εργασιακή δραστηριότητα τους, εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται σοβαρός και άμεσος κίνδυνος…» 45 παρ. 3 περ. γ-δ’), οι εργαζόμενοι που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες (πάσχοντες από υποκείμενα νοσήματα, όπως υπέρταση, σακχαρώδης διαβήτης, καρδιαγγειακή νόσος, χρόνια αναπνευστικά προβλήματα και καρκίνος), απείχαν από την εργασία τους, περίπου από τα μέσα Μαρτίου 2020 και συνεχίζουν να απέχουν από αυτήν.     Κατά το διάστημα της αποχής αυτής, συνεχίζουν και λαμβάνουν, εφόσον δεν τίθενται σε αναστολή σύμβασης εργασίας (πράγμα που δεν απαγορεύεται βάσει των ΠΝΠ και των ΚΥΑ που έχουν εκδοθεί), τον πλήρη μισθό τους από τον εργοδότη.

     Από τώρα όμως και στο εξής υπάρχει άμεσος κίνδυνος διακοπής κάθε παροχής στις ομάδες αυτές, εκτός φυσικά αν έχουν ήδη τεθεί σε αναστολή σύμβασης εργασίας, οπότε δικαιούνται την αποζημίωση ειδικού σκοπού των 800 €. Και τούτο διότι:

      Κατά τη διάταξη του άρθρου 657 Αστικού Κώδικα, ο εργαζόμενος διατηρεί την αξίωση του για το μισθό, αν ύστερα από 10ήμερη τουλάχιστον παροχή εργασίας εμποδίζεται να εργασθεί για σπουδαίο λόγο, που δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα του και κατά τη διάταξη του άρθρου 658 του ίδιου κώδικα, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο διατηρείται σύμφωνα με το προηγούμενο άρθρο η αξίωση για το μισθό σε περίπτωση εμποδίου, δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, αν το εμπόδιο εμφανίστηκε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως και το μισό μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι κατά τη διάρκεια της αποχής του μισθωτού από την εργασία του για σπουδαίο λόγο, ο μισθωτός διατηρεί την αξίωση του προς καταβολή των νομίμων αποδοχών του, για χρονικό διάστημα που δεν μπορεί να υπερβεί τον ένα μήνα, εάν το κώλυμα παροχής εργασίας, λόγω ασθένειας, επήλθε ένα τουλάχιστον έτος μετά την έναρξη της συμβάσεως, επί μισό δε μήνα σε κάθε άλλη περίπτωση (ΑΠ 288/2018, ΑΠ 791/2011, ΑΠ 662/2019). Το Υπουργείο Εργασίας έχει ήδη δεχθεί (Εγκύκλιος Αρ. Πρωτ.: οικ. 23400/662/24-5-2019) ότι από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι για να διατηρηθεί η αξίωση του εργαζομένου για το μισθό, μολονότι δεν παρέχει εργασία, πρέπει το κώλυμα για παροχή εργασίας να οφείλεται σε σπουδαίο λόγο, ήτοι σε λόγο που κατά την καλή πίστη και τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, καθιστά δικαιολογημένη τη μη παροχή εργασίας. Να μη μπορεί, δηλαδή, κατά την καλή πίστη και τα χρηστά και συναλλακτικά ήθη, να αξιωθεί από το μισθωτό η παροχή εργασίας εξαιτίας του σπουδαίου λόγου. Σπουδαίος λόγος αποχής από την εργασία μπορεί να είναι οποιοδήποτε πραγματικό περιστατικό που αναφέρεται είτε στο πρόσωπο του μισθωτού και γενικότερα στη δική του «σφαίρα», είτε σε πραγματικό γεγονός που δημιουργεί αντικειμενική αδυναμία παροχής εργασίας (Αγαλλόπουλος, Εργατικό Δίκαιο, 1958, σελ. 211-212, Κουκιάδης, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές εργασιακές σχέσεις και δίκαιο της ευελιξίας της εργασίας, 2017, σελ. 677-678, Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο - Ατομικές εργασιακές σχέσεις, 2015, σελ. 736-740, Βλαστός, Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, 1990, σελ. 590-591, Γεωργιάδης-Σταθόπουλος Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, 1980, σελ. 495, ΑΠ 328/1976, ΕφΠειρ 917/1996, ΠρΑθ 3219/1974, ΠρΚω 15/1961).

      Αυτό σημαίνει ότι τις ημέρες αυτές, οπότε και συμπληρώνεται ένας μήνας από το ανυπαίτιο κώλυμα παροχής της εργασίας εκ μέρους του εργαζόμενου (λόγω της αποχής του από την εργασία με βάση τις κρατικές οδηγίες αλλά και λόγω της υποχρέωσης πρόνοιας του εργοδότη), δεν θα υπάρχει δυνατότητα λήψης του μηνιαίου μισθού από την εργασία του ενώ από την άλλη μεριά ο εργοδότης δεν θα καθίσταται υπερήμερος στην αποδοχή της εργασίας του εργαζομένου, αφού η μη αποδοχή οφείλεται στην πανδημία, σε λόγους δηλ. δημοσίας υγείας οι οποίοι μάλιστα επιβάλλονται από κρατική εντολή. Ακόμα και ο νόμος για την υγεία και ασφάλεια στην εργασία (Ν. 3850/2010), αναφερόμενος στην οικονομική επίπτωση στην εργασιακή σχέση από τη λήψη μέτρων πρόνοιας εκ μέρους του εργοδότη, δεν έχει διαφορετική αντιμετώπιση αφού αναφέρει ότι : «…4. Ο εργαζόμενος, ο οποίος σε περίπτωση σοβαρού άμεσου και αναπόφευκτου κινδύνου, απομακρύνεται από τη θέση εργασίας του ή/και από μια επικίνδυνη ζώνη, δεν επιτρέπεται να υποστεί καμία δυσμενή επίπτωση και πρέπει να προστατεύεται από κάθε ζημιογόνο και αδικαιολόγητη συνέπεια σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσίαάρθρ. 45 παρ. 4. Η έννοια της μη δυσμενούς επίπτωσης ή της ζημιογόνου και αδικαιολόγητης συνέπειας δηλ. δεν λειτουργεί αντίρροπα με τη ρύθμιση του άρθρου 658 ΑΚ, σχετίζεται δε περισσότερο με την επαναφορά του εργαζόμενου με τους ίδιους όρους εργασίας, όχι όμως με την καταβολή του μισθού ή όχι, όπως άλλωστε προκύπτει και από τη ρητή αναφορά στην ισχύουσα νομοθεσία.

 

            Επομένως και προκειμένου να μπορέσουν να ενταχθούν και οι ευπαθείς ομάδες στα μέτρα στήριξης, λόγω της διακοπής της μισθοδοσίας από τον εργοδότη μετά την παρέλευση του ενός μήνα (ή του μισού, αναλόγως της ημερομηνίας πρόσληψης) από την έναρξη της υποχρεωτικής αποχής από την εργασία, πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη ότι οι εργαζόμενοι αυτοί μπαίνουν υποχρεωτικά (μέχρι τις 20 Απριλίου 2020 που ισχύει σήμερα ή και σε μεταγενέστερη προθεσμία την οποία θα ορίσει το Υπουργείο Εργασίας) σε καθεστώς αναστολής εργασίας, δικαιούμενοι έτσι της αποζημίωσης ειδικού σκοπού των 800 €, εκτός αν ο εργοδότης καταβάλει εξ ελευθεριότητας τις αποδοχές τους. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, θα πρέπει να προβλεφθεί ότι αν ο εργοδότης δεν θέσει σε αναστολή τους εν λόγω εργαζομένους, τότε αυτοί, κατά παρέκκλιση των άρθρων 657-658 ΑΚ, θα δικαιούνται πλήρεις τις αποδοχές τους.