Με την απόφαση του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΔΕΕ) της 11-1-2021 (υπόθεση C-760/18,Μ.B. κλπ. κατά Δήμου Αγίου Νικολάου), που αποφάνθηκε σε προδικαστικό ερώτημα που του είχε αποστείλει το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου για υπόθεση Συμβασιούχων εργαζομένων του τομέα καθαριότητος του Δήμου και συγκεκριμένα, μεταξύ άλλων, αν υπάρχει η δυνατότητα μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, βάσει της οδηγίας-πλαίσιο 1999/70/ΕΚ, δημιουργείται το πρώτο ουσιαστικό ρήγμα στο σκόπελο του άρθρ. 103 παρ. 8 του Συντάγματος, το οποίο εισήχθη με τη συνταγματική αναθεώρηση του 2001. Θυμίζουμε ότι με βάση αυτό «Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Oι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου». :
Το ΔΕΕ, εξετάζοντας τα ερωτήματα του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λασιθίου, έδωσε τις εξής απαντήσεις οι οποίες (ειδικά η δεύτερη), γεννούν εκ νέου τις ελπίδες των εργαζομένων «συμβασιούχων», οι οποίοι ποτέ δεν έπαψαν ουσιαστικά να διατηρούνται από την Πολιτεία σε «εργασιακή ομηρεία», παρά τις αυτονόητες υπηρεσίες που προσφέρουν σε διάφορους κλάδους της οικονομίας
- Στο πρώτο ερώτημα του ελληνικού Δικαστηρίου απάντησε ότι όπου η οδηγία πλαίσιο 1999/70 αναφέρεται σε «διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου» εννοεί και περιλαμβάνει (εκτός από τις συμβατικές παρατάσεις των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου) και αυτές που έγιναν με εθνικές νομοθετικές διατάξεις (νομοθετική παράταση συμβάσεων δηλ.), έστω και αν δεν τηρήθηκε ο έγγραφος τύπος που προβλέπεται στο εσωτερικό δίκαιο για την έγκυρη σύναψη τους
- Στο δεύτερο, πιο κρίσιμο και ευρέος ενδιαφέροντος ερώτημα, έδωσε την εξής απάντηση:
Τα ελληνικά (εν προκειμένω) δικαστήρια, ΥΠΟΧΡΕΩΝΟΝΤΑΙ να εφαρμόσουν όλες τις κρίσιμες διατάξεις του εσωτερικού δικαίου (ακόμα και προγενεστέρων της οδηγίας) που ισχύουν ακόμα και που προβλέπουν αποτελεσματικές κυρώσεις για την αποφυγή καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου (ακόμη και στο δημόσιο, ΝΠΔΔ κλπ.), αν με την χρήση αυτών των διατάξεων παρέχεται προστασία των «συμβασιούχων». Πρέπει δηλ. να εξετάσει αν η διάταξη προγενέστερης και ακόμα ισχύουσας εθνικής ρύθμισης που επιτρέπει τη μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου μπορεί, ενδεχομένως, να εφαρμοστεί. Μάλιστα , το ΔΕΕ δέχεται περαιτέρω, ότι ο εθνικός δικαστής κατά την υποχρεωτική ερμηνεία των ισχυουσών εθνικών διατάξεων, δεν εμποδίζεται απο εθνικές διατάξεις ακόμη και συνταγματικής φύσης, που απαγορεύουν απολύτως τέτοια μετατροπή στο δημόσιο τομέα.
Η απόφαση αυτή είναι πολύ σημαντική για δύο κυρίως λόγους:
1.- Διότι κρίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξετάσουν αν η κύρωση του άρθρ. 8 Ν. 2112/1920 που προβλέπει τη «μετατροπή» της σύμβασης ορισμένου χρόνου σε αορίστου (δηλ. την ακυρότητα ως προς τον καθορισμό της ορισμένης χρονικής διάρκειας της συμβάσεως και την παραδοχή ότι έχει καταρτισθεί ενιαία σύμβαση αόριστου χρόνου) αποτελεί αποτελεσματική κύρωση για την αποφυγή της κατάχρησης ή όχι (είναι προφανές ότι μέχρι σήμερα καμία από τις «κυρώσεις» που αναφέρει το Π.Δ. 164/2004 περί …φυλάκισης του υπαιτίου ή πειθαρχικής δίωξης δεν έχουν αποδειχθεί αποτελεσματικές).
2.- Διότι τα ελληνικά δικαστήρια ΔΕΝ δεσμεύονται από μεταγενέστερη της Οδηγίας συνταγματική ρύθμιση (άρθρ. 103 παρ. 8 του Συντάγματος) δεχόμενο ότι όλες οι αρχές των κρατών μελών, ακόμη και όταν προβαίνουν σε αναθεώρηση του Συντάγματος, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης.
Μ’άλλα λόγια, ο Έλληνας δικαστής οφείλει: α) να εξετάσει ποια μέτρα υπάρχουν στο ισχύον εθνικό δίκαιο που να αποτρέπουν την καταχρηστική διαδοχική σύναψη συμβάσεων ορισμένου χρόνου και μάλιστα μέτρα που πρέπει να είναι «αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να διασφαλίζουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίστηκαν κατ’ εφαρμογήν της συμφωνίας- πλαισίου», β) αν κρίνει ότι τα μέτρα αυτά (ποινική ή πειθαρχική ευθύνη κλπ.) δεν επαρκούν, τότε οφείλει να χρησιμοποιήσει και τη διάταξη του άρθρ. 8 Ν. 2112/1920 και να «μετατρέψει» τη σύμβαση σε αορίστου χρόνου, γ) από την υποχρέωση αυτή δεν δεσμεύεται από τη μεταγενέστερη της Οδηγίας συνταγματική αναθεώρηση η οποία δεν μπορεί να αποτελεί ανάχωμα στην αποτελεσματική προστασία που παρέχει η Οδηγία.
Της απόφασης αυτής μπορούν να κάνουν χρήση όχι μόνο οι ήδη ενάγοντες «συμβασιούχοι» αλλά και όσοι εργάζονται σε δημόσιες υπηρεσίες ή Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ., προκειμένου να ξεπεραστεί ο σκόπελος που έθετε μέχρι σήμερα η νομολογία, δηλ. το άρθρ. 103 παρ. 8 του Συντάγματος. Επίσης, στο μέτρο που οι αποδοχές ενός εργαζόμενου ορισμένου χρόνου κατά το διάστημα που εργαζόταν στο δημόσιο ή ΟΤΑ ή ΝΠΔΔ, υπολείπονταν για οποιοδήποτε λόγο των εργαζομένων αορίστου χρόνου, γεννώνται και χρηματικές αξιώσεις κατά περίπτωση.
Μένει να δούμε, τι αντιμετώπισης θα τύχει η απόφαση αυτή από τα ελληνικά δικαστήρια (τα οποία πάντως δεσμεύονται από τις βασικές σκέψεις της απόφασης του ΔΕΕ), ιδίως στο ζήτημα της υποχρεωτικής έρευνας για την ύπαρξη ισοδυνάμων αποτελεσματικών μέτρων για την αποφυγή της κατάχρησης της σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Είναι όμως ένα τεράστιο βήμα προς τη δικαίωση χιλιάδων εργαζομένων που παρέχουν επί έτη υπηρεσίες και οι οποίοι βιώνουν καθημερινά την ανασφάλεια και το φόβο για το μέλλον της εργασίας τους.